μελιτζανάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μελιτζανάκι | τα | μελιτζανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μελιτζανάκι | τα | μελιτζανάκια |
κλητική | μελιτζανάκι | μελιτζανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελιτζανάκι < μελιτζάνα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελιτζανάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μελιτζάνα
- (ειδικότερα) (γαστρονομία) είδος γλυκού του κουταλιού που φτιάχνεται με μελιτζανάκια (συνήθως άγουρα)
- (ειδικότερα) (γαστρονομία) είδος τουρσιού που φτιάχνεται με μελιτζανάκια (συνήθως άγουρα)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μελιτζάνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μελιτζανάκι
|