μελανώσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μελανώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μελανώνω
- θα μελανώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μελανώνω
μελανώσουν