Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μελίτακας οι μελίτακες
      γενική του μελίτακα των μελιτάκων
    αιτιατική τον μελίτακα τους μελίτακες
     κλητική μελίτακα μελίτακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελίτακας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μελίτακας < αρχαία ελληνική μέλι μελιτ- + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελίτακας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία