Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελίμηλον < (ελληνιστική κοινή) μέλι + μῆλον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελίμηλον ουδέτερο

  1. Είδος μηλιάς
  2. Μηλιά μπολιασμένη σε κορμό κυδωνιάς
  3. Ποτό από μήλο ή κυδώνι