μειοδοτήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μειοδοτήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μειοδοτώ
- θα μειοδοτήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μειοδοτώ
μειοδοτήσετε