μειξοπάρθενη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μειξοπάρθενη | οι | μειξοπάρθενες |
γενική | της | μειξοπάρθενης | — | |
αιτιατική | τη | μειξοπάρθενη | τις | μειξοπάρθενες |
κλητική | μειξοπάρθενη | μειξοπάρθενες | ||
Δείτε και τις κλίσεις μειξοπάρθενος και μειξοπαρθένα. | ||||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μειξοπάρθενη < αρχαία ελληνική μιξοπάρθενος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μειξοπάρθενη θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μειξοπάρθενος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μειξοπάρθενη
|