Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μεγαλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μεγαλώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεγαλώνω
  3. θα μεγαλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεγαλώνω