Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεγαλώνω

  Ρήμα επεξεργασία

μεγαλώνομαι

Κλίση επεξεργασία