μεγαλόσχημος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλόσχημος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μεγαλόσχημος (για μοναχική βαθμίδα) < αρχαία ελληνική μεγαλόσχημος. Συγχρονικά αναλύεται σε μεγαλό- + σχήμ(α) + -ος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ɣaˈlo.sçi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λό‐σχη‐μος
Επίθετο επεξεργασία
μεγαλόσχημος, -η, -ο
- (συνήθως ειρωνικά) που έχει υψηλό αξίωμα
- (χριστιανισμός) μοναχός που υπάγεται στην ανώτερη ιεραρχικά μοναχική βαθμίδα
- (ειρωνικό) που παριστάνει ότι έχει υψηλή θέση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- μεγαλοσχημοσύνη
- → και δείτε τις λέξεις μεγάλος, σχήμα και έχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μεγαλόσχημος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλόσχημος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μεγαλόσχημος (ελληνιστική σημασία) < (μέγας) μεγαλό- + σχῆμ(α) + -ος
Επίθετο επεξεργασία
μεγαλόσχημος
- (χριστιανισμός, για μοναχό) που έχει μεγάλο σχήμα, ανώτατης βαθμίδας
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μεγαλόσχημος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μεγαλόσχημος, -ος, -ον
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μεγαλόσχημος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.