Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαλούπολη οι μεγαλουπόλεις
      γενική της μεγαλούπολης* των μεγαλουπόλεων
    αιτιατική τη μεγαλούπολη τις μεγαλουπόλεις
     κλητική μεγαλούπολη μεγαλουπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεγαλουπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλούπολη < μεσαιωνική ελληνική μεγαλόπολη[1] / μεγαλόπολις < αρχαία ελληνική μεγαλόπολις ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική megalopolis)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγαλούπολη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Το –ου– κατ' αναλογία προς τα Κωνσταντινούπολη (< Κωνσταντίνου πόλη), Αλεξανδρούπολη (< Αλεξάνδρου πόλη) κ.λπ.
  2. «Άρα προτιμότεροι για τον προσεκτικό ομιλητή είναι οι τύποι πανεπιστημιόπολη και μεγαλόπολη.» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: πανεπιστημιούπολη