Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μείνει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μένω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μένω
  3. θα μείνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μένω