μαχαιροποιείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαχαιροποιείο < ελληνιστική κοινή μαχαιροποιεῖον < αρχαία ελληνική μαχαιροποιός
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαχαιροποιείο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις μαχαιροποιός, μαχαίρι και ποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαχαιροποιείο
|