μαχαίρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαχαίρωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του μαχαιρώνω, η μαχαιριά, η ενέργεια του μαχαιρώνω
- Ήμουν μπροστά όταν άρχισαν τα μαχαιρώματα, τα είδα όλα!
- (μεταφορικά) στον πληθυντικό, πισώπλατα χτυπήματα η από εκεί που δεν θα έπρεπε να προέρχονται