μαφιόζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαφιόζος | οι | μαφιόζοι |
γενική | του | μαφιόζου | των | μαφιόζων |
αιτιατική | τον | μαφιόζο | τους | μαφιόζους |
κλητική | μαφιόζε | μαφιόζοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαφιόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική mafioso
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαφιόζος αρσενικό (θηλυκό μαφιόζα)
- μέλος της μαφίας
- (κατ’ επέκταση) κακοποιός