μαυροπελαργός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαυροπελαργός αρσενικό
- (πτηνό) πελαργός με μαύρο πτέρωμα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- οι μαυροπελαργοί απαντώνται σπανιότερα των λευκοπελαργών επειδή δεν αναπαράγονται κοντά σε οικισμούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαυροπελαργός
|