Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ματόφυλλο τα ματόφυλλα
      γενική του ματόφυλλου των ματόφυλλων
    αιτιατική το ματόφυλλο τα ματόφυλλα
     κλητική ματόφυλλο ματόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματόφυλλο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὀμματόφυλλον < ὄμμα + φῦλλον με αποβολή του άτονου αρκτικού φωνήεντος από συμπροφορά με άρθρο και ανασυλλαβισμό: to omato.. > tomato... > to mato....[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ματό- + φύλλο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈto.fi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐τό‐φυλ‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ματόφυλλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία