Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ματωμένος η ματωμένη το ματωμένο
      γενική του ματωμένου της ματωμένης του ματωμένου
    αιτιατική τον ματωμένο τη ματωμένη το ματωμένο
     κλητική ματωμένε ματωμένη ματωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ματωμένοι οι ματωμένες τα ματωμένα
      γενική των ματωμένων των ματωμένων των ματωμένων
    αιτιατική τους ματωμένους τις ματωμένες τα ματωμένα
     κλητική ματωμένοι ματωμένες ματωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματωμένος παθητική μετοχή του ρήματος ματώνω

  Μετοχή επεξεργασία

ματωμένος -η -ο

  1. γεμάτος αίματα ή αιματοχυσία
    ματωμένο μαντίλι, ματωμένος γάμος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία