Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματσακονίζω < ματσακόνι + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ματσακονίζω

  1. αφαιρώ χρώματα και σκουριές από μεταλλική επιφάνεια με ματσακόνι
  2. χειρίζομαι ματσακόνι, ή αεροματσάκονο ή ηλεκτροματσάκονο

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία