ματιάσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαματιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ματιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ματιάζω
- θα ματιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ματιάζω