μαστιχέλαιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαστιχέλαιο | τα | μαστιχέλαια |
γενική | του | μαστιχέλαιου & μαστιχελαίου |
των | μαστιχέλαιων & μαστιχελαίων |
αιτιατική | το | μαστιχέλαιο | τα | μαστιχέλαια |
κλητική | μαστιχέλαιο | μαστιχέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαστιχέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαστιχέλαιο
|