μασκαρπόνε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
μασκαρπόνε < (άμεσο δάνειο) ιταλική mascarpone
Ουσιαστικό επεξεργασία
μασκαρπόνε ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μασκαρπόνε
|
μασκαρπόνε < (άμεσο δάνειο) ιταλική mascarpone
μασκαρπόνε ουδέτερο άκλιτο
|