Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μασέλα οι μασέλες
      γενική της μασέλας
    αιτιατική τη μασέλα τις μασέλες
     κλητική μασέλα μασέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μασέλα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μασέλα θηλυκό (πληθυντικός μασέλες)

  1. η τεχνητή οδοντοστοιχία
  2. η φυσική οδοντοστοιχία

  Μεταφράσεις επεξεργασία