μαρτυρίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαρτυρίκι | τα | μαρτυρίκια |
γενική | του | μαρτυρικιού | των | μαρτυρικιών |
αιτιατική | το | μαρτυρίκι | τα | μαρτυρίκια |
κλητική | μαρτυρίκι | μαρτυρίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαρτυρίκι < μαρτυρώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαρτυρίκι ουδέτερο
- εικόνισμα, σταυρουδάκι ή άλλο μικρό κόσμημα που δίνει ο νουνός στα βαφτίσια
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαρτυρίκι
|