Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρμότα οι μαρμότες
      γενική της μαρμότας των (μαρμοτών)
    αιτιατική τη μαρμότα τις μαρμότες
     κλητική μαρμότα μαρμότες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μαρμότα που περιεργάζεται τον περίγυρο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρμότα < λόγιο δάνειο από τη γαλλική marmotte ή από την ιταλική marmotta, πιθανόν από τη ριζα mar-m- (τρίζω τα δόντια, μιλάω μέσα απ' τα δόντια, μουρμουρίζω, ηχομιμητικό)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαρμότα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.