Δείτε επίσης: μαντό, Μαντώ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαντώ < (λόγιο δάνειο) γαλλική manteau με μίμηση των γραμμάτων της γαλλικής κατάληξης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /manˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαν‐τώ κατά την προφορά του n-t

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαντώ ουδέτερο άκλιτο