μαντύας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαντύας < μανδύας
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαντύας αρσενικό
- (λογοτεχνικό) ο μανδύας
- έβγαλα τον χιλιοτρυπημένο μαντύα μου και του τον έστρωσα να πατήσει (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαντύας
→ δείτε τη λέξη μανδύας |