Δείτε επίσης: Μανιώ, μανιῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανιώ < μάνα + -ιώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈɲo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐νιώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανιώ θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία