Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανιταρόσουπα οι μανιταρόσουπες
      γενική της μανιταρόσουπας
    αιτιατική τη μανιταρόσουπα τις μανιταρόσουπες
     κλητική μανιταρόσουπα μανιταρόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανιταρόσουπα < μανιτάρ(ι) + -ό- + -σουπα
 
μανιταρόσουπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανιταρόσουπα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία