Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μανατζέρης οι μανατζέρηδες
      γενική του μανατζέρη των μανατζέρηδων
    αιτιατική τον μανατζέρη τους μανατζέρηδες
     κλητική μανατζέρη μανατζέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανατζέρης < μάνατζερ < manager

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανατζέρης αρσενικό

  • (σπάνιο, ανεπίσημο) → δείτε τη λέξη μανατζαρέος
    ※  βγήκαν χαΐστες μανατζέρηδες, βγήκαν καμένα στελέχια, βγήκαν κάτι μαστόρια που επισκεύαζαν το καλοριφέρ στον δεύτερο, αλλά ο ξανθός δεν βγήκε (Το κορίτσι του διπλανού portal κυκλοφορεί και απορεί, εκδ. Καστανιώτη, 2011 [1])
    ※  Αν κάποιος νομίσει ότι μόνο οι πολιτικοί μιλάνε έτσι, δεν έχει παρά να παρακολουθήσει εκδήλωση ή σύσκεψη μεγάλης εταιρείας. Θα καταλάβει ότι πολιτικάντηδες και μανατζέρηδες την ίδια ακριβώς γλώσσα χρησιμοποιούν. (pitsirikos.net, 28/12/2021[2])

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία