μαμμωνάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαμμωνάς : (ελληνιστική κοινή) μαμωνᾶς < αραμαϊκή ממון (;) (mamona), πλούτη
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαμμωνάς αρσενικό
- λέξη απαντάται στην Καινή Διαθήκη και είναι συνώνυμο του πλούτου και των υλικών αγαθών
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαμμωνάς