Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλθάσσω < μαλθακός

  Ρήμα επεξεργασία

μαλθάσσω

  1. μαλάσσω, μαλακώνω κάτι
  2. καθησυχάζω