μαλακοκαύλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαλακοκαύλης αρσενικό
- (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος νωθρός, χωρίς πρωτοβουλία και σθένος, που εύκολα τον κατευθύνουν άλλοι
- (κυριολεκτικά) ο άνθρωπος που κατά την διάρκεια της σεξουαλικής επαφής δεν έχει αρκετή στύση
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαλακοκαύλης
|