Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μαλακιστείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαλακίζομαι
  2. θα μαλακιστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαλακίζομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μαλακίζομαι