μακρόθυμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακρόθυμος < αρχαία ελληνική μακρόθυμος (υπομονετικός) < μακρός + θυμός
Επίθετο επεξεργασία
μακρόθυμος, -η, -ο
- που δείχνει υπομονή και ανεκτικότητα απέναντι σε σφάλματα και ελαττώματα των άλλων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακρόθυμος
|