μακριά γαϊδούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
μακριά γαϊδούρα θηλυκό
- παρεΐστικο ομαδικό παιχνίδι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακριά γαϊδούρα
|