μαζώχτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαζώχτρα | οι | μαζώχτρες |
γενική | της | μαζώχτρας | — | |
αιτιατική | τη | μαζώχτρα | τις | μαζώχτρες |
κλητική | μαζώχτρα | μαζώχτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαζώχτρα θηλυκό
- (επάγγελμα) αυτή που μαζεύει κάτι, που συμμετέχει στο μάζεμα, στη συλλογή ενός πράγματος
- ※ Χώθηκε ανάμεσα στα πλοκάμια ενός βάτου, ως διακόσια βήματα από του Σουλεημάνη τα δέντρα. Μάζευαν ελιές οι μαζώχτρες τους. Ο Τούρκος όμως δεν φαίνουνταν πουθενά. (Αργύρης Εφταλιώτης, Η Μαζώχτρα)
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαζώχτρα