Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈze.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐ζεύ‐ο‐μαι
ομόηχο: μαζεύομε

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μαζεύομαι, π.αόρ.: μαζεύτηκα, μτχ.π.π.: μαζεμένος

Κλίση επεξεργασία