μαγκιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαγκιά | οι | μαγκιές |
γενική | της | μαγκιάς | — | |
αιτιατική | τη | μαγκιά | τις | μαγκιές |
κλητική | μαγκιά | μαγκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαγκιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαγκιά θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
- μου 'φυγε η μαγκιά: βρέθηκα σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε τις δυνάμεις μου
- μαγκιά, κλανιά (κι εξάτμιση) και κώλο φιλιστρίνι! : ειρωνεία για τους καυχησιάρηδες, τους ψευτο-μάγκες, και, ιδιαίτερα, τους δήθεν ερωτύλους [1]
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαγκιά
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Βλ. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 16.