Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγεύτρα οι μαγεύτρες
      γενική της μαγεύτρας
    αιτιατική τη μαγεύτρα τις μαγεύτρες
     κλητική μαγεύτρα μαγεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγεύτρα < μαγεύ(ω) + -τρα. Διαφορετική η σημασία του μεσαιωνικού μαγεύτρια (μάγισσα).[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈʝef.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐γεύ‐τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγεύτρα θηλυκό

  1. (λογοτεχνικό) αυτή που μαγεύει, γοητεύει
    ※  Περδικόστηθη Tσιγγάνα,
    ω μαγεύτρα, που μιλείς
    τα μεσάνυχτα προς τ' άστρα
    γλώσσα προσταγής!
    Κωστής Παλαμάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Λόγος Γ΄ Αγάπη, 1η στροφή

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

{κλείδα-ελλ}}