Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαίανδρος οι μαίανδροι
      γενική του μαιάνδρου
μαίανδρου
των μαιάνδρων
    αιτιατική τον μαίανδρο τους μαιάνδρους
μαίανδρους
     κλητική μαίανδρε μαίανδροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαίανδρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μαίανδρος < αρχαία ελληνική Μαίανδρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈme.an.ðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαί‐αν‐δρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
διακοσμητικός μαίανδρος από βότσαλα
 
μαίανδρος ποταμού

μαίανδρος αρσενικό

  1. γραμμικό διακοσμητικό σχήμα με ορθές γωνίες και ελισσόμενες ευθείες
  2. οι πολύ κλειστές στροφές ενός ποταμού
  3. → και δείτε  Μαίανδρος, ποταμός της αρχαίας Λυδίας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία