Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μίσθωσῐς αἱ μισθώσεις
      γενική τῆς μισθώσεως τῶν μισθώσεων
      δοτική τῇ μισθώσει ταῖς μισθώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μίσθωσῐν τὰς μισθώσεις
     κλητική ! μίσθωσῐ μισθώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μισθώσει
γεν-δοτ τοῖν  μισθωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μίσθωσις < μισθόω / μισθῶ + -σις < μισθός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μίσθωσις θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία