Δείτε επίσης: μι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μί < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μί ουδέτερο άκλιτο

  • το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (μ, κεφαλαίο: Μ) (καθαρεύουσα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία