Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μήρινθος οι μήρινθοι
      γενική της μηρίνθου των μηρίνθων
    αιτιατική τη μήρινθο τις μηρίνθους
     κλητική μήρινθε μήρινθοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μήρινθος < αρχαία ελληνική μήρινθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μήρινθος θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

μεσαιωνικές λέξεις:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λεπτομήρινθος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. μηρινθώδης Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ουσιαστικά ετερόκλιτα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μήρινθος αἱ μήρινθοι
      γενική τῆς μηρίνθου τῶν μηρίνθων
      δοτική τῇ μηρίνθ ταῖς μηρίνθοις
    αιτιατική τὴν μήρινθ* τὰς μηρίνθους
     κλητική ! μήρινθε μήρινθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μηρίνθω
γεν-δοτ τοῖν  μηρίνθοιν
* Η αιτιατική ενικού, αντί σε -ον, όπως 3η κλίση: μήρινθᾰ (κατά την αιτιατική του πείρινς.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μήρινθος < η κατάληξη -νθος υποδηλώνει προελληνική προέλευση. Έχει προταθεί και σύνδεση με το μηρύομαι. Ο Beekes[1] θεωρεί πιθανότερη τη σύνδεση με το μῆριγξ μέσω του σμῆριγξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μήρινθος θηλυκό

  1. (ομηρικό) κλωστή, σπάγγος, σκοινί, χορδή
  2. (ελληνιστική κοινή) πετονιά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία