μέτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μέτρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μέτρο
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μέτρα
- β΄πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μετρώ
μέτρα
μέτρα