μένω άφωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
μένω άφωνος
- λέγεται για περιπτώσεις όπου κάτι εκπληκτικό και απρόσμενο μας εμποδίζει να μιλήσουμε ή δεν ξέρουμε τι να πούμε
- η Μαρία μου είπε ότι με αγαπάει κι εγώ έμεινα άφωνος
Συνώνυμα επεξεργασία
- δεν έχω τι να πω
- μένω εμβρόντητος
- παραμένω αμήχανος