μέμψις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μέμψις < αρχαία ελληνική μέμψις
Ουσιαστικό επεξεργασία
μέμψις θηλυκό
- επίκριση, κατηγορία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μεμψίμοιρος
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μέμψις
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μέμψις θηλυκό