μάτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάτσα | οι | μάτσες |
γενική | της | μάτσας | — | |
αιτιατική | τη | μάτσα | τις | μάτσες |
κλητική | μάτσα | μάτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μάτσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μάτσα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) το σιδερένιο κατασκεύασμα που κρατάει την ποδιά ενός πρυμνιού πανιού
- σφυρί, βαριοπούλα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μάτσα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μάτσο