Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μάστορης οι μαστόρηδες
      γενική του μάστορη των μαστόρηδων
    αιτιατική τον μάστορη τους μαστόρηδες
     κλητική μάστορη μαστόρηδες
Συγκρίνετε με την κλίσητ ου μάστορας (πληθυντικός: μάστορες)
με επιπλέον λαϊκότροπους τύπους στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «κοτζάμπασης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάστορης < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈma.sto.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μά‐στο‐ρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάστορης αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μάστορας

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάστορης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία