μάντρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μάντρισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- περιορίζω ζώα στο μαντρί
- περιορίζω ανθρώπους (ανήλικα παιδιά, κομματικά στελέχη που θέλουν να αυτονομηθούν κ.λπ.)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μάντρισμα
|