Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

μάινα < (άμεσο δάνειο) βενετική maina, προστακτική του mainar (μαϊνάρω)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmai̯.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάι‐να

  Επίρρημα επεξεργασία

μάινα

  1. (ναυτικός όρος) (ναυτικό παράγγελμα) στο πλοίο ρίχνω, κατεβάζω κάποιο αντικείμενο, όπως πανί, σημαία, ή άγκυρα.
    Μάινα παιδιά την άγκυρα να πιάσουμε στεριά.
    Μάινα τη μαΐστρα να μπούμε στο λιμάνι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάινα ουδέτερο άκλιτο

  • το μαϊνάρισμα, η διαδικασία του κατεβάσματος ενός αντικειμένου όπως ένα πανί, μία σημαία, ή της άγκυρας στο πλοίο.
    Μόλις κάνουμε το μάινα των πανιών, ετοιμάστε τους κάβους για να δέσουμε.

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

μάινα < λείπει η ετυμολογία
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάινα θηλυκό

  • (πτηνό) κοινή ονομασία του πουλιού Γκράκουλα (Gracula religiosa), είδος στρουθιόμορφου πουλιού, με μαύρο χρωματισμό που, όπως οι παπαγάλοι, έχει τη δυνατότητα να αρθρώνει λέξεις (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • για το πουλί: (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)